- ἐπισφαίριον
- ἐπισφαίριονtipneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισφαίριον — ἐπισφαίριον, τὸ (Α) 1. καθετί που έχει σφαιρικό σχήμα 2. (ειδ.) φρ. «ἐπισφαίριον ῥινός» η άκρη τής μύτης (Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφαίρα + υποκορ. κατάλ. ιoν] … Dictionary of Greek
PUGILLI — in Glossis ἐπίσφερα, pro ἐπίσφαιρα, more scribendi illis temporibus usitatô. Eaedem, Pugilia, ἐπισφέρια. Item, Pugil, πύκτης, ἐπισφαίριον. Caestibus opponuntur. Caestus enim ex crudo corio erant, plumbôque et ferrô insutô rigebbant: at Pugilli,… … Hofmann J. Lexicon universale
επισφαίρωμα — ἐπισφαίρωμα, τὸ (Μ) το ἐπισφαίριον* που τοποθετούσαν πάνω σε ένα αντικείμενο, π.χ. σε στέμμα, κόσμημα, στεφάνι κ.λπ … Dictionary of Greek
περισφαίριον — τὸ, Μ περικύκλιο, περιφέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφαῖρα (πρβλ. επισφαίριον, ημι σφαίριον)] … Dictionary of Greek